-
1 ἰσόπεδος
ἰσό-πεδος, ον,A of even surface, level,ἐξ ἰ. χωρίου Hp.VC11
, cf. Luc.Hipp.4;ἰ. τῷ δέρματι Gal.10.1011
; ἰ. χρώματα flat in appearance, opp. κοῖλα, Alex.Aphr.Pr.1.49.2 c. dat., level or even with,χοῦν ποιέων τῆ ἄλλῃ γῇ ἰσόπεδον Hdt.4.201
, cf. D.S. 19.94, Plu.Num.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰσόπεδος
-
2 ἰσό-πεδος
ἰσό-πεδος, dem Boden gleich, von gleichem, ebenem Boden, χοῠν ἐπεφόρησε ποιέων τῂ ἄλλῃ γῇ ἰσόπεδον Her. 4, 201; Sp.; τόπος τῷ λοιπῷ χώματι ἰσόπεδος Plut. Num. 10; D. Sic. 19, 94.
См. также в других словарях:
ισόπεδος — η, ο (Α ἰσόπεδος ον) αυτός που έχει ομαλή, επίπεδη επιφάνεια, επίπεδος, ομαλός («χοῡν ποιέων τῇ ἄλλῃ γῃ ἰσόπεδον», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. αυτός που η επιφάνεια του βρίσκεται στο ίδιο ύψος με την επιφάνεια άλλου 2. φρ. «ισόπεδη διάβαση» διασταύρωση δύο … Dictionary of Greek